- ξεγράφω
- (Μ ξεγράφω)απαλείφω κάποιον ή κάτι γραμμένο, διαγράφω («ξέγραψε τον λογαριασμό»)νεοελλ.1. παύω να υπολογίζω κάποιον ή κάτι (α. «εμένα ξέγραψε με πια από πελάτη σου» β. «τόν ξέγραψαν οι φίλοι του μετά το σκάνδαλο»)3. θεωρώ κάποιον ως πεθαμένο («μετά από πέντε χρόνια απουσίας στο εξωτερικό τόν είχαν ξεγράψει όλοι οι συγγενείς του»)4. απελπίζομαι για την κατάσταση τής υγείας ασθενούς («δεν πάει καλάοι γιατροί τόν ξέγραψαν πια»)5. σβήνω από τη μνήμη, ξεχνώ ρίχνω στη λήθη («ξέγραψε αυτά που σού είπα χθες»)6. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο ξεγραμμένοςαυτός τού οποίου ο θάνατος θεωρείται αναπόφευκτος7. παροιμ. «ό,τι γράφει δεν ξεγράφει» — λέγεται για να δηλωθεί ότι είναι αδύνατο να ξεφύγει κανείς από αυτό που τού έχει γραμμένο η μοίρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-γράφω (αόρ. ἐξ-έγραψα) βλ. και λ. ξ(ε)-].
Dictionary of Greek. 2013.